- επάνειμι
- ἐπάνειμι (Α) [είμι]1. (ως μέλλ. τού ἐπανέρχομαι), θα επανέλθω, θα ξαναγυρίσω2. επανέρχομαι σ' ένα σημείο τού λόγου (γραπτού ή προφορικού)3. προσφεύγω, ανατρέχω4. συγκεφαλαιώνω («τὰ δ' ὑποτεθέντα ἐπάνιμεν αὖθις», Πλάτ.)5. ανεβαίνω, ανέρχομαι6. ανεβαίνω στην επιφάνεια.
Dictionary of Greek. 2013.